- τῖμος
- τῖμος, ὁ, poet. form ofA
τιμή 11
, Archil.78, A.Ch.916, Com.Adesp. 1164, Herod.7.78: also in late Prose, Ant.Lib.17.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμή 11
, Archil.78, A.Ch.916, Com.Adesp. 1164, Herod.7.78: also in late Prose, Ant.Lib.17.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῖμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιμῶ*] … Dictionary of Greek
Μωραϊτίνης, Τίμος — (1875 – 1952). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Ασχολήθηκε νωρίς με τη δημοσιογραφία, ως χρονογράφος των αθηναϊκών εφημερίδων Εμπρός, Εστία, Έθνος, Ακρόπολις κ.ά. Το 1906 έγραψε το θεατρικό έργο Μαραθώνιος δρόμος, που απέσπασε εξαιρετικά ευνοϊκές… … Dictionary of Greek
Μαλάνος, Τίμος — (Κύθηρα 1897 – Λοζάνη, Ελβετία 1984). Κριτικός της λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε το 1908 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα. Γνώρισε τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και είναι ο πρώτος που έγραψε βιβλίο για τον… … Dictionary of Greek
τῖμον — τῖμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) … Dictionary of Greek
ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] … Dictionary of Greek
θεότιμος — και θεοτίμος, ον (Α) θεοτίμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό τιμος, έν τιμος] … Dictionary of Greek
ισότιμος — η, ο (ΑΜ ἰσότιμος, ον) 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν) η ισοτιμία* νεοελλ. αρχ. αυτός που έχει ίση αξία με άλλους αρχ. 1. ίσος … Dictionary of Greek
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français